- θυροξίνη
- Κύρια θυρεοειδής ορμόνη των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, της οποίας η χημική ονομασία είναι 3,5,3’,5’ –τετραϊωδοθυρονίνη (Τ4). Η θ. είναι η πρώτη ορμόνη του θυρεοειδούς αδένα που έγινε γνωστή. Ανακαλύφθηκε το 1915 από τον Αμερικανό βιοχημικό Έ. Κένταλ. Περιέ
χει 65% ιώδιο και ελευθερώνεται όπως και η άλλη θυρεοειδής ορμόνη, η 3,5,3’ τριιωδοθυρονίνη (Τ3), κατά την ενζυμική διάσπαση της ένωσής της με την πρωτεΐνη θυρεοσφαιρίνη. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, ο θυρεοειδής αδένας εκκρίνει 85% Τ4 και 15% Τ3. Οι θυρεοειδικές ορμόνες παραμένουν ενεργές για αρκετές ημέρες, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των ορμονών, που έχουν χρόνο ημιζωής δευτερόλεπτα ή λεπτά. Η θ. εντείνει τον βασικό μεταβολισμό στα θερμόαιμα ζώα και στον άνθρωπο, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η παραγωγή θερμότητας, και επηρεάζει την αύξηση και τη διαφοροποίηση των ιστών. Χρησιμοποιείται ως διεγερτικό του μεταβολισμού με τη μορφή ενώσεων, σταγόνων ή δισκίων. Η διαταραχή του ισοζυγίου της θ. και της τριιωδοθυρονίνης προκαλεί διάφορες ασθένειες στον άνθρωπο, όπως ο υπερθυρεοειδισμός, η βρογχοκήλη, ο υποθυρεοειδισμός κ.ά.
* * *η(βιοχ.) η πρώτη και η σημαντικότερη ορμόνη που ανακαλύφθηκε στον θυρεοειδή αδένα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thyroxine < thyr- (πρβλ. θυρεο-ειδής) + οx- (πρβλ. οξύ) + -ine].
Dictionary of Greek. 2013.